- ζεγέριες
- ζεγέριες, οἱ (Α)λιβυκή λ. που σημαίνει βουνά, υψώματα γης, αλλά χρησιμοποιείται στον Ηρόδ. ως ονομασία είδους ποντικών («μυῶν δὲ γένεα τριζὰ αὐτόθι ἐστίοἱ μὲν δίποδες καλέονται, οἱ δὲ ζεγέριες», Ηρόδ.)(κατά τον Ησύχ.) «ζεγερίαι».
Dictionary of Greek. 2013.